Δάκρυα κύλησαν στα δυο μεγάλα μάτια που διέγραφαν οι καθαριστήρες στη βροχή που χτυπούσε το πρόσωπο του λεωφορείου.
Τα φωτάκια πάνω από τις θέσεις των επιβατών δεν ανάβουν. Ποτέ κανένα φωτάκι δεν άναψε εδώ. Ποιος μπορεί να θελήσει να διαβάσει, να αποσπάσει την προσοχή του από τον ελεεινό μπάμια που τραγουδάει με στριγκή φωνή κακοεγχειρισμένου ευνούχου "Αδιόρθωτηηηηηηη" στο high - end αρχαίο στερεοφωνικό του τετράτροχου θάλαμου αποχαύνωσης που τσουλάει αφηρημένα προς το νότο, σα σπρωγμένο μόνο από την κατηφόρα της διαδρομής όπως τη βλέπεις σε χάρτη κρεμασμένο στον τοίχο.
Ευτυχώς βρέχει... την προηγούμενη εβδομάδα ένα πανομοιότυπο κατασκεύασμα άρπαξε φωτιά εκτελώντας το ίδιο ακριβώς δρομολόγιο. Ευτυχώς δεν είχε φυτρώσει ακόμη πυκνό πευκοδάσος στα μουχλιασμένα καθίσματα. Θα καιγόταν ακόμη...
Το πόσο άθλια μουσική παίζουν όλα ανεξαιρέτως τα λεωφορεία (μοναδική εξαίρεση στα 14,7 δισεκατομμύρια χρόνια της Κτίσεως ο Μπάμπης ο μπασίστας) θα μπορούσε να είναι ένα πολύ τυπικό κλισέ. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ. Είναι η φρικτή δυσεξήγητη πραγματικότητα. Με ένα σαρδόνιο χαιρέκακο χαμόγελο (έχω καταληφθεί από το μίσος που γεννά η μακρά καταναγκαστική ακρόαση δισκογραφικού απόπατου) σκέφτομαι ότι βρήκα την απάντηση. Ο οδηγός είναι σχεδόν -τουλάχιστον- βέβαιος ότι η γκόμενά του με κάποιον άλλο λεβιέ γράφει εξίσου πολλά χιλιόμετρα, όσο ο ίδιος στοιχειώνει την Εθνική, ξενταλκαδιάζωντας υπό τους ήχους ξεκούρδιστου φτηνού ασιατικού συνθεσάιζερ που πλαισιώνει κάποιον κακόγουστο μαλάκα που τραγουδάει τις πνευματικές πορδίτσες κάποιου γελοίου. Μεγάλη πρόταση...
Και με αυτήν τη σκέψη παίρνω την εκδίκησή μου για την ηχητική βλασφημία που διακόπτει τη χθόνια γαλήνη που μου προσέφερε η φωνή του McCoy.
Η σκέψη μου τρέχει. Το λεωφορείο σέρνεται. Αν τα πράγματα ήταν αντίστροφα, όπως είναι το σωστό, εγώ τώρα θα κοιμόμουν και αυτή η ελαφρά δύσοσμη ακύρωση της σύγχρονης αυτοκίνησης θα έφτανε Αθήνα πριν φτάσουμε να προβούμε σε τελετουργική ομαδική αυτοκτονία. Alas...
Στα Τέμπη χάσαμε τη γιαγιά της 25. Είχε μαζί της ένα τάπερ τυροπιτάκια σε μέγεθος τορπιλάκατου, και περίμενε ότι θα τη βγάλουν ως τη Ρόδο. Είχε κλείσει με τη Δημητρούλα βέβαια και ήταν μάλλον υπεραισιόδοξη, αλλά δεν της το είπα για να μην τη στενοχωρήσω. Τελευταία φορά που είχε πάρει τη Δημητρούλα, είχε πάει μια χαρά. Τότε ήταν το '55 βέβαια και η γιαγιά και η Δημητρούλα κρατιόνταν πολύ καλύτερα. Όταν συνειδητοποίησε ότι είχε φτάσει στο τελευταίο τυροπιτάκι πριν πιάσουμε καν Λάρισσα, το σφήνωσε γενναία και βίαια στο λαιμό της. Όταν ο εισπράκτορας κατάφερε επιτέλους να το ξεσφηνώσει, το μόνο που προλάβαινε πια να κάνει, ήταν να το φάει. Το έφαγε.
Ο ευγενής κύριος της 38 μου εκμυστηρεύτηκε ότι οι γιατροί του είχαν δώσει τρεις μήνες ζωής, και αποφάσισε να αφήσει το μάταιο τούτο κόσμο από την πατρίδα του στην Πελοπόννησο.Δεν υπολόγισε ο δύστυχος ότι με το ΚΤΕΛ τρεις μήνες δε θα ήταν αρκετοί. Ξεψύχησε ενώ το στέρεο έπαιζε "...ετοιμάσου για Χαβάη", ψελλίζοντας "εγώ μέχρι τη Στεμνίτσα ήθελα να φτα..."
Τον 29 τον είχα πάρει γραμμή από νωρίς. Ήταν αδύναμος. Από το περιστατικό με το τυροπιτάκι, άρχισε να τραγουδάει Καββαδία και να παρουσιάζει ζαλάδες και τάσεις
εμετού.
Τον αφήσαμε στεγνό απ' τον πυρετό πέρα σε κάποια διόδια να καίγεται να λιώνει...
οι επιζώντες είχαμε πια παραδοθεί σε κάποια ελεήμονα λήθη ώσπου, στη στροφή του δρόμου τα μάτια μας μεγάλωσαν από απόγνωση και βουβό τρόμο. Παραταγμένες στην άκρη του δρόμου απλώνονταν, σαν κάποιος λαβκραφτικός λεβιάθαν, χιλιόμετρα οι νταλίκες που περίμεναν ακινητοποιημένες από την απαγόρευση κυκλοφορίας του Σαββατοκύριακου. Ζαρώσαμε σιωπηλοί σαν κλέφτες στη σπηλιά του δράκου, που προσπαθούμε να βάλουμε χέρι στο χρυσό του με αυτόν να βαριανασαίνει κοιμισμένος από πάνω μας.
"Άπονηηηηηηηηηηηηη"
έκρωξε η γέννα κάποιου παραστρατημένου σπερματοζωάριου στο στερεοφωνικό. Ξύπνησαν. Φώτα άναψαν, σίδερα ξεμούδιασαν, φρένα έλυσαν. Μέσα σε δευτερόλεπτα βρεθήκαμε αποκλεισμένοι μέσα σε χιλιάδες νταλίκες, ναυαγοί σε έναν ωκεανό από σίδερο, λάστιχο και μουσαμά, προχωρώντας με ταχύτητα σκούνας σε νηνεμία.
Πάνε μέρες τώρα. Δε μπαίνουμε καν στον κόπο να δούμε αν οι ασάλευτοι επιβάτες κοιμούνται ή πέθαναν. Μόνο ο εισπράκτορας περνάει κάθε 2-3 ώρες ζητώντας εισητήρια από τους ίδιους ξανά και ξανά, τραβώντας τις άκρες των παντελονιών τους, και φεύγοντας βουτηγμένος στην απόγνωση μετά από λίγα λεπτά άκαρπης προσπάθειας.Κάποιοι περιπλανιόνται στο στενό διάδρομο ψελλίζοντας λόγια ακατάληπτα και θλιβερά, χτυπημένοι από τη μοναξιά, τη βραδύτητα, το σκορβούτο και τα άθλια ελαφρολαϊκά. Χαμένες ψυχές...
Έχουμε μέρες να δούμε στεριά. Μόνο νταλίκες, και κάθε τόσο διόδια. Οι υπάλληλοι δε μας μιλάνε καθώς χτυπιόμαστε μανιασμένοι στα παράθυρα ουρλιάζοντας
"Αθήνα! Πότε? Πόσο ακόμη?"
αποστρέφουν το βλέμμα τους από αυτό το, μετά βίας, κινούμενο σανατόριο, δίνουν την απόδειξη και τα ρέστα, και γυρίζουν στην -ας την πούμε- ζωή τους, προτιμόντας να σβήσουν από τη μνήμη τους το μακάβριο και αλλόκοτο θέαμα.
Κατάφερα και έδωσα σε μία στρομπουλή ξανθιά, βαμμένη, αυτές τις τσαλακωμένες σελίδες τυλιγμένες σε ένα εικοσάευρο. Προσπαθώντας να κρατήσω το βλέμμα μου σταθερό την κοίταξα στα μάτια και είπα "όχι για εμένα, για τους φουκαριάρηδες τους αναγνώστες μου". Πρέπει να συγκινήθηκε... μάλλον δεν είχε λεφτά για το ταξί που θα την πήγαινε σπίτι...
γππ γππ γππ....
ΑπάντησηΔιαγραφήχα χα χα χα χα...
σίγουρα αυτό το ΚΤΕΛ δεν ήταν ΚΤΕΛ Αχαϊας....
ΑπάντησηΔιαγραφήβασικά γτπ και γτπκ και γτπμκτχμμ
ΑπάντησηΔιαγραφήόχι, δεν ήταν, από που την ψυλλιάστηκες διάολε?
Δεν είχε σωσίβιες λέμβους το σκάφος;
ΑπάντησηΔιαγραφήόχι... οι πιο θαραλλέοι αρπάχτηκαν από τις χειραποσκευές τους και πήδηξαν στη φουρτουνιασμένη άσφαλτο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΈναν τον είδα κολλημένο στη ρόδα μιας νταλίκας 5 μέρες και 200 μέτρα μετά
Κρίμα να μη ζει ο Πόε...
ΑπάντησηΔιαγραφήο Πόε βέβαια μάλλον θα διαφωνούσε...
ΑπάντησηΔιαγραφήαλλά πάντα τέτοιος σπασαρχίδης δεν ήταν?
Όπως λέω τακτικά στο δρόμο:
ΑπάντησηΔιαγραφή"Ήρθε το ΚΤΕΛΟΣ μας..."
γππγππ
Η εΚΤΕΛεση δεν είναι πάντα λύτρωση...
ΑπάντησηΔιαγραφήγιατί δε μου στέλνει η μαλακία ειδοποίηση για comments σε παλιά posts? εκτός και αν έρχονται με το ΚΤΕΛ