5.2.11

Μια μουτζούρα χίλιες λέξεις (βασικά τέσσερις)


"Ενδεικτικές χρεώσεις από το λιμάνι του Πειραιά:"

Όσα γουστάρω και μαύρα

3.2.11

Pinging in the rain

Λατρεύω βροχερά βράδια σαν κι αυτό.
Νιώθω κάτι μοναχικό αλλά και γενναίο γυρίζοντας σπίτι με τη μηχανή, ενώ η πυκνή βροχή έχει μουλιάσει την ψυχή μου

και τα αρχίδια μου.

Τώρα, μηχανόβιος που γουστάρει τη βροχή είναι σα σκιέρ που λατρεύει τον Αύγουστο, σα χορτοφάγος που προσμένει την Ανάσταση, αλλά έτσι είναι, είμαι Δίδυμος και αλλοπρόσαλλος και σε όποιον αρέσουμε. Θα είναι επίσης που μεγάλωσα δίπλα σε βενζινάδικο και ξύπναγα κάθε πρωί με τις αναθυμιάσεις της βενζίνης.

Τέτοιες νύχτες είναι φτιαγμένες για καλό ουίσκυ, θράκα στο τζάκι και εσύ σε μία πολυθρόνα να αναπολείς το χθες και να ονειρεύεσαι το αύριο. Δίπλα μου έχω ένα Glenrothes Three Decades, κλειστό και δεν είναι και δικό μου και δεν το έχω πληρωθεί ακόμη οπότε μάλλον πρέπει να το πάω ολόκληρο. Αυτές είναι στιγμές όλα-ή-τίποτα, που η παραμικρή ατέλεια διαλύει την περίεργη μαγεία τους. Αφού γαμήθηκε το ουίσκυ, θα πάω στη γνωστή παλιομπάρα να πιω βότκες στο σκαμπώ και να ονειρευτώ πόσο χάλια θα ξυπνήσω πάλι αύριο.

Τέτοιες νύχτες οι ντιλιβεράδες φιλούν σεμνά το εικόνισμα του Άγιου Νικόλαου δίπλα στην πόρτα της πιτσαρίας, σφίγγουν τη λινάτσα του μόχθου και βγαίνουν στα αφρισμένα κύματα με φάρο οδηγό το μπροστινό λεωφορείο -σήμερα παραδόξως κυκλοφορούν- αφού φώτα τα περισσότερα παπιά τους δεν έχουν.
Και οι γυναίκες τους, πλάι στην πόρτα, με την ψυχή σφιγμένη περιμένουν πότε θα γυρίσουν, να τους πετύχουν μπροστά στο παραπόρτι να τους βάλουν να γδυθούν εκεί απ'όξω μη μπουν με όλα τα νερά στο σπίτι και τους το κάνουν μουνί. Τέτοιες νύχτες τα πραγματικά μεγάλα κωλόπαιδα αφήνουν στο ψυγείο το φαγητό της μαμάς και παραγγέλνουν πίτσες από την πιο μακρινή πιτσαρία που εξυπηρετεί το σπίτι τους και, κρατώντας με βία τα γέλια τους, ξεφορτώνονται τα τσίγγινα μονόλεπτα και δίλεπτα στον μουλιασμένο Σεβάχ της ασφάλτου - βαρίδια θανάτου να τον κρατήσουν κάτω στην άσφαλτο να αγκομαχά για ανάσα αν το κινέζικο σκαρί του τον προδώσει.

Μια τέτοια νύχτα σκέφτομαι ότι έφτασε και ο Οδυσσέας μπροστά στο παλάτι του, ξένος, αξύριστος αλλά αγέρωχος, γιατί ο βρεγμένος τη βροχή δεν τη φοβάται και αυτός δέκα χρόνια είχε μουλιάσει μέχρι βαθιά στην πανούργα ψυχή του. Έτσι έσταζε σα γιαπωνέζα μετά από bukakke όταν ο πιστός του σκύλος, με τη γέρικη τρίχα του κολλημένη στο πετσί αναγνώρισε το βασιλιά και αφέντη του και τινάχτηκε όλο αγαλλίαση για να τον υποδεχτεί. Όλα κι όλα, μύρια κακά βρήκαν τον Οδυσσέα στη θάλασσα, αλλά ψύλλους έπρεπε να φτάσει στη γλυκιά πατρίδα για να κολλήσει. Η βροχή κάνει το νου του ανθρώπου να φεύγει, και ο αιώνιος ναυαγός σκέφτηκε πως έτσι μούσκεμα έφτασε στο παλάτι της Κίρκης, το ίδιο και περισσότερο είχε παλέψει με το νερό όταν τον βρήκε στην ακροθαλασσιά η Ναυσικά, και γενικά όποτε γινόταν λούτσα, στη συνέχεια γαμούσε. Αναπτερωμένος με αυτήν τη σκέψη, έπαιξε μια περήφανη μαλακία εκεί μπροστά στις στέριες πύλες του Λαέρτη. Τελειώνοντας, σημάδεψε το μαλάκα τον Άργο που τον είχε τσιμποροφορτώσει και μπήκε να πάρει όλα αυτά που ήταν δικά του.

Μια τέτοια νύχτα θα καθόμουν και εγώ να γράψω ακούγοντας...




Yanni




Once upon a time, here was a hotlinked image.