το μεσημεράκι χωρίς δουλειά είναι από τις στιγμές που το σύμπαν χαμογελάει
(και φαίνονται τα χαλασμένα του δόντια)
μου είναι σπάνιες αυτές οι στιγμές, αποφάσισα να την απολαύσω με ένα βιβλίο. Δε μαρτυράω τι διαβάζω, αλλά σε όποιον ρωτάει λέω "το Μπαγκαβάτ Γκίτα". Τα γκομενάκια ψαρώνουν πολύ άσχημα, αλλά μάλλον ντρέπονται να το δείξουν. Μετά από δυο σελίδες ανιδιοτελών έργων και λύτρωσης, φτάνει στα πόδια μου λίγο ξεστρατισμένο αεράκι από το μπαλκόνι. Κοιτάζω έξω. Η μια κρεμασμένη κάλτσα παραδέρνει σα να τη φορά κάποιος, πολύ δεινότερος χορευτής από εμένα. Τσιμπάω.
Αράζω πολυθρόνα με τα πόδια στην καρέκλα απέναντι και ακόμα κι ο πιο αμαρτωλός, αν μ'ακλόνητη αφοσίωση με λατρέψει, κι αυτός αληθινά άγιος πρέπει να παναγία μου στραβώθηκα. Καίει και η κοιλιά και τα πόδια μου από τον ήλιο, αλλά ευκαιρία να συντηρήσω και το μαύρισμα των διακοπών που ψιλοεξαφανίστηκε από την Τρίτη από την ασπρίλα του φωτισμού εσωτερικού χώρου.
Επιστρέφω με τα γυαλιά ηλίου ω Γιε της Πρίτχα.
Ο Κρίσνα δίνει τη ζέστη, ως ενσαρκωμένος Θεός βεβαίως, αυτός συγκρατά και στέλνει τη βροχή, αυτός έχει κάνει και το κεφάλι μου διακόσια κιλά και τα μάτια μου σχισμές. Αυτός αφήνει ευλαβικά το βιβλίο στην άκρη και κλείνω τα μάτια βλέποντας την παραλία που ήταν εδώ μπροστά πριν μια βδομάδα.
Ξαναστραβώθηκα. φτάνω στη ντουλάπα και παίρνω το παρεό. Γυρίζω στην πολυθρόνα, το τυλίγω γύρω από τα μάτια μου και την ξαναπέφτω. Αν κάποιος με κοιτάει από τα γύρω μπαλκόνια, έχει βάλει τα γέλια ή τα κλάμματα από τη θλιβερή μη συνειδητή μου προσπάθεια να χαθώ σε μια εικονική παραλία. Χέστηκα. Εμένα μου πάει μια χαρά. Δέκα λεπτά αργότερα, κάτι ζαλισμένα ψήγματα του εγκεφάλου μου σκέφτονται να βάλουν το pc να παίζει και κύματα να δούμε που θα φτάσει η φαντασίωση, άλλα προβάλλουν κουτσές θολές εικόνες περασμένων παραθερίσεων
(και φαίνονται τα χαλασμένα του δόντια)
μου είναι σπάνιες αυτές οι στιγμές, αποφάσισα να την απολαύσω με ένα βιβλίο. Δε μαρτυράω τι διαβάζω, αλλά σε όποιον ρωτάει λέω "το Μπαγκαβάτ Γκίτα". Τα γκομενάκια ψαρώνουν πολύ άσχημα, αλλά μάλλον ντρέπονται να το δείξουν. Μετά από δυο σελίδες ανιδιοτελών έργων και λύτρωσης, φτάνει στα πόδια μου λίγο ξεστρατισμένο αεράκι από το μπαλκόνι. Κοιτάζω έξω. Η μια κρεμασμένη κάλτσα παραδέρνει σα να τη φορά κάποιος, πολύ δεινότερος χορευτής από εμένα. Τσιμπάω.
Αράζω πολυθρόνα με τα πόδια στην καρέκλα απέναντι και ακόμα κι ο πιο αμαρτωλός, αν μ'ακλόνητη αφοσίωση με λατρέψει, κι αυτός αληθινά άγιος πρέπει να παναγία μου στραβώθηκα. Καίει και η κοιλιά και τα πόδια μου από τον ήλιο, αλλά ευκαιρία να συντηρήσω και το μαύρισμα των διακοπών που ψιλοεξαφανίστηκε από την Τρίτη από την ασπρίλα του φωτισμού εσωτερικού χώρου.
Επιστρέφω με τα γυαλιά ηλίου ω Γιε της Πρίτχα.
Ο Κρίσνα δίνει τη ζέστη, ως ενσαρκωμένος Θεός βεβαίως, αυτός συγκρατά και στέλνει τη βροχή, αυτός έχει κάνει και το κεφάλι μου διακόσια κιλά και τα μάτια μου σχισμές. Αυτός αφήνει ευλαβικά το βιβλίο στην άκρη και κλείνω τα μάτια βλέποντας την παραλία που ήταν εδώ μπροστά πριν μια βδομάδα.
Ξαναστραβώθηκα. φτάνω στη ντουλάπα και παίρνω το παρεό. Γυρίζω στην πολυθρόνα, το τυλίγω γύρω από τα μάτια μου και την ξαναπέφτω. Αν κάποιος με κοιτάει από τα γύρω μπαλκόνια, έχει βάλει τα γέλια ή τα κλάμματα από τη θλιβερή μη συνειδητή μου προσπάθεια να χαθώ σε μια εικονική παραλία. Χέστηκα. Εμένα μου πάει μια χαρά. Δέκα λεπτά αργότερα, κάτι ζαλισμένα ψήγματα του εγκεφάλου μου σκέφτονται να βάλουν το pc να παίζει και κύματα να δούμε που θα φτάσει η φαντασίωση, άλλα προβάλλουν κουτσές θολές εικόνες περασμένων παραθερίσεων
ένα thread που ξέφυγε από το garbage collection σκέφτεται αυτό το post και κάπου στο σκοτεινό βάθος παίζουν δυο περιπέτειες και μια ταινία σεξ.
στο τέλος κερδίζει η θάλασσα και ο ύπνος. το επόμενο πράγμα που νιώθω είναι ένα ξαφνικό έντονο αεράκι που με ξυπνάει και μέχρι να σηκωθώ αρχίζοντας νωχελικά, έχει σχεδόν αναλάβει το παβλοφικό reflex του να πηδήξω όπως είμαι στη θάλασσα.